ρακλέτ

ρακλέτ
το, Ν
(τροφ. -τεχνολ.) άκλ. γενική ονομασία τυριών λιπαρών που παρασκευάζονται από γάλα αγελάδας, η στράγγιση τού οποίου έχει γίνει με συμπίεση και θέρμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raclette < racler «λειαίνω, ξύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”