- ρακλέτ
- το, Ν(τροφ. -τεχνολ.) άκλ. γενική ονομασία τυριών λιπαρών που παρασκευάζονται από γάλα αγελάδας, η στράγγιση τού οποίου έχει γίνει με συμπίεση και θέρμανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raclette < racler «λειαίνω, ξύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.